- μήκει
- μή̱κει , μῆκοςlengthneut nom/voc/acc dual (attic epic)μή̱κεϊ , μῆκοςlengthneut dat sg (epic ionic)μή̱κει , μῆκοςlengthneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην … Hofmann J. Lexicon universale
εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… … Dictionary of Greek
ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… … Dictionary of Greek
λαγκία — λαγκία, ἡ (AM) μσν. 1. λόγχη 2. χτύπημα με λόγχη αρχ. ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῡ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»] … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
συμπαρεκτείνω — Α [παρεκτείνω] 1. εκτείνω παραλλήλως 2. (κατ επέκτ.) συγκρίνω, παραβάλλω 3. μέσ. συμπαρεκτείνομαι α) συγκρίνομαι με κάποιον ή με κάτι β) έχω την ίδια έκταση με άλλον («συμπαρεκτεινόμενον ὅλῳ τῷ μήκει τῆς ῥάχεως», Γαλ.) γ) διαρκώ όσο και κάτι άλλο … Dictionary of Greek
τριστάδιος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τριών σταδίων (α. «ἦν δὲ ὁ μὲν μέγιστος τῶν τροχῶν τριστάδιος τὸ πλάτος», Πλάτ. β. «τριστάδιος μήκει», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάδιος (< στάδιον), πρβλ. δεκα στάδιος] … Dictionary of Greek
προτετιμήκει — προτετῑμήκει , προτιμάω honour plup ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετιμήκει — τετῑμήκει , τιμάω honour plup ind act 3rd sg (attic epic ionic) τιμέω plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετεθυμήκει — ἐπετεθῡμήκει , ἐπιθυμέω set one s heart upon plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)